τεκμορεύω

τεκμορεύω
Α
εκδηλώνω την αφοσίωσή μου σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος κατά τη ρωμαϊκή εποχή από τον αρχ. τ. τέκμωρ (βλ. λ. τέκμαρ), ο οποίος, όμως, δεν εμφανίζει τ. με το αδύνατο θ. σε -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”